Tag Archives: ܒܠܥ

ἄγκιστρον

ἄγκιστρον: (1) a fishing hook, (2) a small hook Part of Speech: noun neuter Latin: hamus Syriac: ܒܠܥ Matthew 17:27 ινα δε μη σκανδαλισωμεν αυτους πορευθεις εις την θαλασσαν βαλε αγκιστρον και τον αναβαντα Study more …..

Posted in Α | Tagged , , | Leave a comment