Tag Archives: ܫܦܥ

αἱματεκχυσία

αἱματεκχυσία: (1) shedding of blood Part of Speech: noun feminine Latin: sanguinis effusio Syriac: ܫܦܥ (shedding, pouring); ܕܡ (blood) Hebrews 9:22 και σχεδον εν αιματι παντα καθαριζεται κατα τον νομον και χωρις αιματεκχυσιας Study more …..

Posted in Α | Tagged , , , , , | Leave a comment