ἁγνότης:
(1) purity,
(2) chastity,
(3) uprightness of life
Part of Speech: noun feminine
Latin: castitas
Syriac: ܕܟܐ
2 Corinthians 6:6
εν αγνοτητι εν γνωσει εν μακροθυμια εν χρηστοτητι εν πνευματι αγιω εν αγαπη ανυποκριτω
KJV
By pureness, by knowledge, by longsuffering, by kindness, by the Holy Ghost, by love unfeigned,
Vulgate
in castitate in scientia in longanimitate in suavitate in Spiritu Sancto in caritate non ficta
Peshitta
ܒ݁ܕ݂ܰܟ݂ܝܽܘܬ݂ܳܐ ܒ݁ܺܝܕ݂ܰܥܬ݂ܳܐ ܒ݁ܢܰܓ݁ܺܝܪܽܘܬ݂ ܪܽܘܚܳܐ ܒ݁ܒ݂ܰܣܺܝܡܽܘܬ݂ܳܐ ܒ݁ܪܽܘܚܳܐ ܕ݁ܩܽܘܕ݂ܫܳܐ ܒ݁ܚܽܘܒ݁ܳܐ ܕ݁ܠܳܐ ܢܶܟ݂ܠܳܐ܂
בדכיותא בידעתא בנגירות רוחא בבסימותא ברוחא דקודשא בחובא דלא נכלא܂
2 Corinthians 11:3
Textus Receptus
φοβουμαι δε μηπως ως ο οφις ευαν εξηπατησεν εν τη πανουργια αυτου ουτως φθαρη τα νοηματα υμων απο της απλοτητος της εις τον χριστον
Codex Vaticanus & Codex Sinaiticus
φοβουμαι δε μη πως ως ο οφις εξηπατησεν ευαν εν τη πανουργια αυτου φθαρη τα νοηματα υμων απο της απλοτητος και της αγνοτητος της εις τον χριστον