Tag Archives: purificatio

ἁγνισμός

ἁγνισμός: (1) purification, (2) expiation Part of Speech: noun masculine Latin: purificatio Syriac: ܕܟܐ Acts 21:26 τοτε ο παυλος παραλαβων τους ανδρας τη εχομενη ημερα συν αυτοις αγνισθεις εισηει εις Study more …..

Posted in Α | Tagged , , | Leave a comment