ἄγκυρα: (1) an anchor (2) metaphorically any stay or safeguard Part of Speech: noun feminine Latin: anchora Syriac: ܐܘܩܝܢܐ Acts 27:29 φοβουμενοι τε μηπως εις τραχεις τοπους εκπεσωμεν εκ πρυμνης ριψαντες αγκυρας Study more …..