ἄγναφος: (1) unmilled, (2) unfulled, (3) undressed, (4) unprocessed, (5) new Part of Speech: adjective Latin: rudis Syriac: ܚܕܬ (new) Matthew 9:16 ουδεις δε επιβαλλει επιβλημα ρακους αγναφου επι ιματιω παλαιω αιρει Study more …..