Tag Archives: ܪܘܙ

ἀγαλλίασις

ἀγαλλίασις: (1) exultation, (2) extreme joy, (3) gladness (4) delight Part of Speech: noun feminine Latin: (1) exultatio (2) gaudium (3) laetitia Syriac: (1) ܪܘܙ (2) ܚܕܝ Luke 1:14 και εσται χαρα σοι και αγαλλιασις και πολλοι Study more …..

Posted in Α | Tagged , , , , | Leave a comment