Tag Archives: iniuste

ἀδίκως

ἀδίκως: (1) unjustly, (2) undeserved, (3) without fault Part of Speech: adverb Latin: iniuste Syriac: ܥܘܠ 1 Peter 2:19 τουτο γαρ χαρις ει δια συνειδησιν θεου υποφερει τις λυπας πασχων αδικως KJV For this Study more …..

Posted in Α | Tagged , , | Leave a comment